- χαρακτήρ,-ῆρος
- + ὁ N 3 1-0-0-0-2=3 Lv 13,28; 2 Mc 4,10; 4 Mc 15,4mark Lv 13,28; character, nature 2 Mc 4,10→NIDNTT; TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… … Dictionary of Greek
χαρακτηρίζω — ΝΜΑ [χαρακτήρ, ῆρος] προσδιορίζω τη βασική, ουσιώδη ιδιότητα ενός προσώπου ή πράγματος, η οποία αποτελεί και το διακριτικό του γνώρισμα έναντι τών άλλων (α. «αυτό που τόν χαρακτηρίζει είναι η ειλικρίνεια» β. «μάλιστα δὲ χαρακτηρίζει τὸν… … Dictionary of Greek
χαρακτηριάζω — ΜΑ [χαρακτήρ, ῆρος] αποδίδω σε πρόσωπο ή πράγμα ένα ιδιαίτερο, διακριτικό γνώρισμα, χαρακτηρίζω αρχ. κόβω νομίσματα … Dictionary of Greek
χαρακτηρικός — ή, όν, Α χαρακτηριστικός. επίρρ... χαρακτηρικῶς Α με χαρακτηρικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντμ. τ. τού χαρακτηριστικός, σχηματισμένος από το ουσ. χαρακτήρ, ῆρος] … Dictionary of Greek
χαρακτηρολογία — η, Ν (ψυχολ.) όρος δηλωτικός τής ψυχολογικής διερεύνησης τών ατομικών χαρακτήρων, σε συνάρτηση με τα αίτια τα οποία επενεργούν καθοριστικά στην διαμόρφωση τους, με στόχο την ταξινόμηση τους κατά τύπους και ιδιοσυγκρασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek